- πρότριτα
- Αεπίρρ.1. πριν από τρεις μέρες, τρεις μέρες πρωτύτερα ή συνεχώς επί τρεις ημέρες (α. «τὰ μὲν ὀστᾱ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες», Θουκ.β. «προγράψας πρότριτα εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην», Αριστείδ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «πρότριταπρὸ πολλοῡ».[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τρίτος + επιρρμ. κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.